κάτεργο

κάτεργο
Εμπορικό, πολεμικό ή πειρατικό ιστιοφόρο πλοίο. Έπλεε με δύο ή τρεις σειρές από κουπιά. Στην Ελλάδα, το κ. ταυτίστηκε με τη γαλέρα. Αργότερα με τη λέξη κ. χαρακτηρίζονταν τα παροπλισμένα μεγάλα πλοία, τα οποία ήταν αγκυροβολημένα σε ναυστάθμους και χρησίμευαν ως παρασκευαστήρια σχοινιών και άλλων αντικειμένων, χρήσιμων για τη ναυτιλία. Με την κατάργηση όμως των ιστιοφόρων, τα παλιά αυτά πλοία χρησίμευαν ως πλωτοί στρατώνες (στο Γιβραλτάρ, στη Μάλτα κ.α.). Στη συνέχεια, τα κ. ταυτίστηκαν με φυλακές αιχμαλώτων. Πρώτη χρησιμοποίησε κ. του είδους η Αγγλία, ενώ αργότερα τη μιμήθηκαν η Γαλλία και η Ισπανία. Ονομαστά ήταν τα κ. στην πόλη Κάδιξ, στα οποία είχαν εγκλειστεί οι αιχμάλωτοι από την εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Ιβηρική χερσόνησο. Αν και η λέξη κ. είναι σχετικά νέα, τα καταναγκαστικά έργα που αυτά προϋποθέτουν είναι γνωστά από τους αρχαίους ακόμη χρόνους. Είναι φανερό ότι ορισμένοι ανατολικοί λαοί χρησιμοποίησαν τους καταδικασμένους σε καταναγκαστικά έργα για κατασκευαστικές εργασίες. Για τους Χετταίους, οι κατάδικοι, που δεν ήταν βέβαια όλοι αιχμάλωτοι πολέμου, ήταν υποχρεωμένοι να ακολουθούν τις μεγάλες εκστρατείες, στη διάρκεια των οποίων εκτελούσαν σκληρές εργασίες. Στη Βίβλο, εξάλλου, αναφέρεται ότι o Σαμψών ήταν υποχρεωμένος να περιστρέφει μια μυλόπετρα μέσα στη φυλακή του. Σε καταναγκαστικά έργα υποβάλλονταν οι κατάδικοι και τον Μεσαίωνα. Συνήθιζαν μάλιστα να τους χρησιμοποιούν στους ναυστάθμους, για να περιστρέφουν τον τροχό και το βαρούλκο, με τα οποία τραβούσαν τα πλοία στη στεριά. Ταυτόχρονα τους χρησιμοποιούσαν και ως κωπηλάτες στις γαλέρες. Μετά το 1748, οπότε καταργήθηκαν τα πλοία με κωπηλάτες, οι καταδικασμένοι φυλακίζονταν σε φυλακές που υπήρχαν σε λιμάνια. Σήμερα, η λέξη κ. σημαίνει κάθε φυλακή της οποίας οι τρόφιμοι υποχρεώνονται να εκτελούν βαριά καταναγκαστικά έργα. Κ. του είδους θεωρείται το Αλκατράζ, το οποίο βρίσκεται στο ομώνυμο μικρό νησί, στον κόλπο του Σαν Φρανσίσκο στις ΗΠΑ.
* * *
το
βλ. κάτεργος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κάτεργο — το 1. παλιό άχρηστο πλοίο που χρησιμοποιείται ως φυλακή. 2. στον πληθ., κάτεργα καταναγκαστικά έργα, βαριά ποινή κατά την οποία ο κατάδικος έπρεπε να υπηρετεί ως κωπηλάτης στα κρατικά πλοία: Τον έχουν στα κάτεργα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάτεργος — ο (AM κάτεργος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. α) το κάτεργο i) (παλαιότερα) αχρηστευμένο και ελλιμενισμένο πλοίο, το οποίο χρησίμευε ως φυλακή καταδίκων ii) κάθε πολεμικό πλοίο, γαλέρα και γενικὼς μεγάλο πλοίο β) φρ. i) «καταδίκη σε κάτεργα» βαριά… …   Dictionary of Greek

  • κατεργάρης — ο, θηλ. κατεργάρα και άρισα, ουδ. κατεργάρικο (Μ κατεργάριος και κατεργάρης) πανούργος, δόλιος, παμπόνηρος νεοελλ. 1. (με θωπευτική σημ.) ευφυής, έξυπνος («είδες πώς τά κατάφερε ο κατεργάρης») 2. παροιμ. φρ. «κάθε κατεργάρης στον πάγκο του»… …   Dictionary of Greek

  • Γουιάνα, Γαλλική — Επίσημη ονομασία: Γαλλική Γουϊάνα Έκταση: 91.000 τ. χλμ. Πληθυσμός 182.333 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: ΚαγένΥπερπόντιο διαμέρισμα της Γαλλίας, που βρίσκεται στη νοτιοανατολική ακτή της Νότιας Αμερικής. Η συνολική έκταση είναι 91.000 τ. χλμ. και ο… …   Dictionary of Greek

  • Folegandros — Gemeinde Folegandros Δήμος Φολεγάνδρου (Φολέγανδρος) …   Deutsch Wikipedia

  • Paxi — Gemeinde Paxi Δήμος Παξών (Παξοί) …   Deutsch Wikipedia

  • Pholegandros — Gemeinde Folegandros Κοινότητα Φολεγάνδρου (Φολέγανδρος) DEC …   Deutsch Wikipedia

  • καραβοκάτεργο(ν) — καραβοκάτεργο(ν), τὸ (Μ) είδος ιστιοφόρου με κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καράβι + κάτεργο] …   Dictionary of Greek

  • Αθανασιάδης, Τάσος — (Σαλιχλί Μικράς Ασίας 1913 – 1994). Λογοτέχνης. Επιδόθηκε κυρίως στη συγγραφή μυθιστορημάτων και διηγημάτων και βραβεύτηκε επανειλημμένα για το έργο του (κρατικά βραβεία λογοτεχνίας και βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών). Ακόμα, υπήρξε αξιόλογος… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξανδρόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγγελής. Αγωνιστής από τα Γαράτσα της Μεσσηνίας. Υπηρέτησε αρχικά υπό τις διαταγές του Μήτρου Πέτροβα. Πήρε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις στην Καρύταινα, το Βαλτέτσι, την Τρίπολη, το Άργος, την Κόρινθο κ.α. 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”